εὐστόμαχον

εὐστόμαχον
εὐστόμαχος
equable
masc/fem acc sg
εὐστόμαχος
equable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευστόμαχος — η, ο (ΑΜ εὐστόμαχος, ον) ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον») μσν. υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία τού στομάχου αρχ. ήρεμος, γαλήνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”